ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
ΦΟΡΑΜΕ: strapless top,baggy jeans και μποτάκια
 

Ωωω, κρουαζιέρα θα με πάω…

Σήμερα είναι το αύριο, για το οποίο ανησυχούσα χθες

Αφροδίτη Δερματά

Αφροδίτη Δερματά

Το ραδιόφωνο παίζει τη «Σερενάτα» κι εγώ σιγοτραγουδάω τους στίχους. Καθώς περνάω την παραλιακό δρόμο της Λεμεσού και το μπλε της θάλασσας αντανακλάται στα μάτια μου, η διάθεσή μου ανεβαίνει και νιώθω αυτή την ανυπομονησία και την ένταση που σε κατακλύζει λίγο πριν ταξιδέψεις. Kατεβάζω λίγο το παράθυρο και ανεβάζω την ένταση του ραδιοφώνου, βάζω λίγο παραπάνω πάθος και κάνω δεύτερη φωνή στην Αρλέτα τραγουδώντας :«Δεν θέλω να σε ξαναδώ μανάρι μου τα κάναμε σαλάτα». Ο μικρός κάθεται στο πίσω κάθισμα, φοράει τα ακουστικά του και ακούει τη δική του μουσική. Αν δεν είχε το δικό του Spotify και ακουστικά, απλά και με «δημοκρατικές» συνοπτικές διαδικασίες θα με ανάγκαζε να σταματήσω να τραγουδάω και να αλλάξω σταθμό ή να το κλείσω εντελώς.

Πλησιάζουμε στο λιμάνι. Αυτή η πενθήμερη κρουαζιέρα στα ελληνικά νησιά τώρα που φθινοπωριάζει ήταν ό,τι έπρεπε. Εκεί που νόμιζα ότι λόγω του κορωνοϊού θα κάνω χρόνια να ξαναπάω κρουαζιέρα, ήρθε αυτό το υπέροχο δώρο και ανέτρεψε τις δυσοίωνες προβλέψεις μου. Χάρηκε και αυτός που τον πήρα μαζί μου, συνήθως τα καλοκαίρια που πήγαινα κρουαζιέρες με τον σταθμό βρισκόταν ήδη στην Ελλάδα για διακοπές, έτσι δεν είχε τύχει να ξαναταξιδέψει με κρουαζιερόπλοιο.

Η αλήθεια είναι ότι με τον φόβο της πανδημίας να αιωρείται στην ατμόσφαιρα δεν ξέρω κατά πόσο θα ευχαριστηθούμε αυτό το ταξίδι. Εντούτοις, οι δυσοίωνες σκέψεις φεύγουν καθώς περνάμε από τον έλεγχο, δείχνουμε διαβατήριο και ταυτότητα και ανεβαίνουμε τα σκαλιά του πλοίου. Το πολυτελές «Ευτυχία» είναι καινούργιο σκαρί και αυτό είναι το παρθενικό του ταξίδι. Αυτή η «απόδραση» συγκαταλέγεται στα θετικά της δουλειάς μου. Η εταιρεία που το προωθεί κανόνισε μια κρουαζιέρα με συντάκτες που θα μοιραστούν μετά την εμπειρία του ταξιδιού και της φιλοξενίας στις σελίδες των περιοδικών και τις ιστοσελίδες. Παίρνουμε την κάρτα του δωματίου και ένας καμαρότος με μαύρο παντελόνι, λευκό πουκάμισο και κόκκινο γιλέκο μας πάει στην καμπίνα. Η καμπίνα είναι πολύ στενή και έχει ένα μόνο κρεβάτι, απέναντι από το κρεβάτι έχει κάτι συρταρωτά χοντρά ράφια. Καθώς βγάζω τα μαύρα μποτάκια μου αναρωτιέμαι πώς ανοίγουν αυτά τα ράφια και πώς και πού θα κοιμηθούμε σε αυτό τον τόσο στενό χώρο. Αρχίζω και ανησυχώ, η καμπίνα με πνίγει, η διάθεση μου αλλάζει και αρχίζω να αναρωτιέμαι γιατί δέχτηκα να κάνω αυτό το ταξίδι και γιατί πήρα μαζί τον γιο μου και εξέθεσα σε κίνδυνο την υγεία του. Ξαφνικά ο τοίχος της καμπίνας ανοίγει, βρίσκομαι μαζί με άλλους συναδέλφους, τα ράφια γίνονται πτυσσόμενα κρεβάτια, τα οποία μετά από λίγο μετατρέπονται σε καρέκλες. Είχα κάνει λάθος, αυτό δεν ήταν δωμάτιο, ήταν ο προθάλαμος μιας καφετέριας όπου βρεθήκαμε όλοι μαζί για να οργανωθούμε. Σκέφτομαι ότι βιάστηκα να βγάλω τα παπούτσια μου και σκύβω να τα ξαναφορέσω γιατί σε πάρα πολύ λίγο θα μας πάνε σε μια αίθουσα να μας κάνουν μια παρουσίαση με τους χώρους του καραβιού. Στο πάτωμα είναι πεταμένα και άλλα ζευγάρια μαύρα μποτάκια, έχω μπερδευτεί και έχω αγχωθεί. Ποια στο καλό είναι τα δικά μου, οι συνάδελφοι έχουν φύγει κι εγώ ακόμα δεν τα έχω βρει. Ιδρωμένη και απελπισμένη αποφασίζω να πάω ξυπόλυτη, ο μικρός με σκουντάει και μου λέει χαμηλόφωνα «μαμά, με κάνεις ρεζίλι». Δεν μου φτάνει το άγχος μου, έχω και την κριτική του. «Τι το ήθελα αυτό το ταξίδι;» σκέφτομαι. Κάθε στιγμή που περνάει μετανιώνω όλο και περισσότερο που δέχτηκα αυτή την πρόσκληση και απορώ με τον εαυτό μου. Φοβάμαι όχι τόσο για την υγεία μου όσο για την υγεία του παιδιού, κοιτάω τριγύρω, όλοι κυκλοφορούν χωρίς μάσκες, «καμία αίσθηση ευθύνης» σκέφτομαι απογοητευμένη. Μπαίνω στην αίθουσα όπου θα γίνει η παρουσίαση. Με χαιρετάνε όλοι σαν να γνωριζόμαστε, μπορεί και να γνωριζόμαστε, οι φυσιογνωμίες είναι γνωστές, αλλά δεν θυμάμαι ούτε ένα όνομα ούτε από πού τους ξέρω. Απαντάω, όμως, σαν να τους ξέρω χρόνια και προσπαθώ να είμαι πειστικά φιλική. Τι πρόβλημα και αυτό να μη θυμάμαι με τίποτα τα ονόματα… Το καράβι έχει ξεκινήσει, καθώς και η παρουσίαση. Οι σερβιτόροι μάς φέρνουν χυμούς και κοκτέιλ, ο μικρός ζητάει μια βάφλα, «θα φάμε φαγητό σε λίγο» αντιτείνω και του χαλάω το όνειρο. Υπακούει και συμβιβάζεται με έναν ανάμικτο φυσικό χυμό. Εν τω μεταξύ βαρέθηκα να μου μιλάνε όλοι και να μην ξέρω ποιοι είναι. Στα μεγάφωνα ακούγεται ότι περνάμε τη Ρόδο. Ξαφνικά άνευ λόγου νιώθω μια μεγάλη ανησυχία. Ανασαίνω βαριά, βλέπω το κακό να έρχεται αλλά δεν ξέρω τι είναι και από πού θα έρθει. Βρίζω τον εαυτό μου για ακόμη μια φορά που δέχτηκα να κάνω αυτό το ταξίδι. Πόσο αφελής ήμουν. Σηκώνομαι πάνω και πλησιάζω το παράθυρο, βλέπω ένα κόκκινο πλοίο να πλέει δίπλα μας. Στο πλάι έχει ζωγραφισμένη την ημισέληνο και ένα αστέρι. Παθαίνω κρίση πανικού, τρέχω να βρω τον μικρό, είναι εξαφανισμένος, γυρνάω τριγύρω, δεν υπάρχει κανείς. Πού πήγαν όλοι, πού είναι το παιδί; Αρχίζω να τρέχω ξυπόλυτη στο πλοίο, ώσπου ένα τεράστιο μπαμ με πετάει 3 μέτρα μακριά και όπως είμαι πεσμένη στη μοκέτα ακούω ξαφνικά τα πουλιά να κελαηδάνε. Αναρωτιέμαι πότε πρόλαβα και βρέθηκα στον Παράδεισο. Ανοίγω τα μάτια μου, πατάω διακοπή στο ξυπνητήρι. Το ρολόι δείχνει έξι και είκοσι. Πόσο σωτήριος ήταν ο ήχος των πουλιών σήμερα...

Ξαπλωμένη ανάσκελα συλλογίζομαι το όνειρο. Αναρωτιέμαι τι θα γίνει με το θράσος των Τούρκων, τι θα κάνουμε όταν έρθει χειμώνας με την πανδημία, αν θα είναι καλά οι άνθρωποί μου, πως θα πάει η οικονομία, πότε θα μπορέσουμε να ξαναβρεθούμε με πολύ κόσμο χωρίς να φοβόμαστε, πότε θα ξαναπάω ταξίδι και αν θα φορέσω φέτος τα καινούργια μαύρα μου μποτάκια. Παίρνω μια βαθιά ανάσα, με φέρνω στο τώρα και μου θυμίζω για άλλη μια φορά ότι το παρόν είναι η μόνη πραγματικότητα που έχω! Άλλωστε «Σήμερα είναι το αύριο, για το οποίο ανησυχούσα χθες».

Υγ. Δεν πιστεύω ότι η ευτυχία κορυφώνεται στις μεγαλειώδεις στιγμές, ούτε ότι οπωσδήποτε καταρρέει στις αντιξοότητες. Jorge Bucay -

 

Αφροδίτη Δερματά: Τελευταία Ενημέρωση