ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
ΦΟΡΑΜΕ: Denim jumpsuit και μπαλαρίνες
 

Ο θάνατος του Γιώργου Σεφέρη

Κοντεύει να συμπληρωθεί σχεδόν μισός αιώνας από τον Σεπτέμβριο του 1971 και τον θάνατο του Γιώργου Σεφέρη, από τότε που παρέμειναν τα κείμενά του για να «φυλάγουν τη μορφή του ανθρώπου» στη συλλογική μνήμη του πολιτισμού μας. Το έργο και η πνευματική φυσιογνωμία του έχουν τροφοδοτήσει πλήθος κριτικών και φιλολογικών μελετών που δημοσιεύθηκαν όλα αυτά τα χρόνια σωρεύοντας σε ράφια βιβλιοθηκών μη ποιητικά έργα του Σεφέρη και πλήθος βιβλία για τον Σεφέρη. Ωστόσο, το ερώτημα «Τι είναι για σένα ο Γ. Σεφέρης;», διατυπωμένο από πολιτικούς κρατούμενους τον Σεπτέμβριο του 1972 στο χειρόγραφο παράνομο περιοδικό «Τετράδια», εξακολουθεί να παραμένει κρίσιμο: Τι σημαίνει για εμάς σήμερα ένας από τους πιο καταξιωμένους, και διεθνώς, Ελληνες ποιητές του 20ού αιώνα;

Σαράντα επτά χρόνια ύστερα από τον θάνατό του, μάλλον ο γνωστότερος στην Ελλάδα στίχος του είναι εκείνος από το ποίημά του «Με τον τρόπο του Γ.Σ.» (1936): «Οπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει». Η Ελλάδα ως στενόχωρη πατρίδα, αυτή που για τον ίδιο συνδέθηκε στην αρχή με τη Μικρασιατική Καταστροφή και στο τέλος της ζωής του με τη χούντα των συνταγματαρχών. Είναι ενδεικτικά όσα γράφει στο ημερολόγιό του τον Ιανουάριο του 1938: «Ο τόπος αυτός που μας πληγώνει, που μας εξευτελίζει. Η Ελλάδα γίνεται δευτερεύουσα υπόθεση, όταν συλλογίζεται κανείς τον Ελληνισμό. Ο,τι από την Ελλάδα μ’ εμποδίζει να σκεφτώ τον Ελληνισμό, ας καταστραφεί. Αν ήταν δίκαιο να μεγαλώσει ο τόπος αυτός, δεν ήταν για να έχουμε περισσότερους βουλευτές, νομάρχες ή χωροφύλακες· ήταν για να μπορέσει ν’ αναπτυχθεί σε μια γωνιά της γης ο Ελληνισμός – αυτή η ιδέα της ανθρώπινης αξιοσύνης και της ελευθερίας, όχι αυτή η αρχαιολογική ιδέα. Δεν πιστεύω σ’ αυτούς τους ανθρώπους που φλυαρούν, ή στους άλλους που δεν ξέρουν τι κάνουν· δεν εννοώ να βουλιάξω μέσα στην απερίγραπτη μιζέρια των χαρακτήρων – πιστεύω σε δυο-τρεις ιδέες που προχωρούν, και τώρα ακόμη, ύστερ’ από χιλιάδες χρόνια, σ’ αυτή τη γλώσσα. Γι’ αυτές τις δυο-τρεις ιδέες που πρέπει να ζήσουν εδώ, και μονάχα εδώ θα μπορούσαν να ζήσουν καθώς τις σκέπτομαι, υπομένω αυτή την αθλιότητα». («Μέρες» Γ΄).


«Είδα άγνωστους ανθρώπους να κλαίνε»

Την ίδια αθλιότητα, με ανάλογη οδυνηρή επίγνωση, υπέμεινε ο Σεφέρης στον τόπο του το υπόλοιπο της ζωής του. Παρά τους ισχυρισμούς που τον συγκαταλέγουν στους ευνοημένους της λογοτεχνικής συντεχνίας, η αλήθεια είναι ότι ο Σεφέρης πολεμήθηκε όσο λίγοι στο λογοτεχνικό πεδίο. Ακόμα και ύστερα από την απονομή του βραβείου Νομπέλ, το 1963, οι «πλησιόσαυροι» της Ακαδημίας Αθηνών, όπως πολύ εύστοχα τους αποκάλεσε σε ιδιωτική επιστολή του, αρνήθηκαν, με διάφορα τυπικά προσχήματα, να τον κάνουν μέλος της Ακαδημίας τους («Ηταν στρυφνός, οι φίλοι του ήταν λίγοι»). Κι η σταθερή συναισθηματική αντίδρασή του απέναντι στην ελληνική κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα του καιρού του δεν ήταν άλλη από την πίκρα. Την πίκρα ότι οι περισσότεροι γύρω του, το πλήθος, ο «παράξενος κόσμος που λέει πως βρίσκεται στην Αττική και δεν βρίσκεται πουθενά», δεν (τον) καταλάβαινε. Με δεδομένη τη συνθετότητα της σεφερικής ποίησης (ποίηση μοντέρνα, υπαρξιακή, ουμανιστική και πανανθρώπινη), «το τραγικό όραμα του Γιώργου Σεφέρη» μπορεί να αναγνωστεί σήμερα και ως πολιτική ποίηση, πολιτική με την έννοια ότι εκφράζει την αγωνία για το ανερμάτιστο μιας εθνικής συλλογικότητας που δεν ξέρει πού πατεί και πού πηγαίνει («Την τύχη του κάθε λαός την κάνει μοναχός του / κι όσα του κάνει η τρέλα του δεν του [τα] κάνει οχτρός του»).

Στις 20 Σεπτεμβρίου του 1971, ο Σεφέρης λυτρώθηκε οριστικά απ’ τα πάθη των ανθρώπων, ιδίως των ομοεθνών του. Η Ελλάδα δεν μπορούσε άλλο πια να τον πληγώσει. Αλλά οι Ελληνες που τον αποχαιρέτισαν στην κηδεία του, δύο μέρες αργότερα, ήταν πολλές χιλιάδες, τόσο πολλοί που η περίσταση έγινε ένα αυθόρμητο αντιδικτατορικό συλλαλητήριο. Τραγούδησαν τον εθνικό ύμνο και μελοποιημένα ποιήματά του. Την κηδεία του περιγράφει ο μεταπολεμικός πεζογράφος και κριτικός Αλέξανδρος Κοτζιάς σε ανέκδοτη επιστολή του σε φίλο του που ζούσε στο εξωτερικό: «Με επηρέασε πολύ ο θάνατος του Σεφέρη που στο τέλος πια, ύστερα από τόσο χαροπάλεμα ήρθε σα λύτρωση. Είδα από κοντά τις εναλλαγές της ελπίδας και της απελπισίας στους δικούς του. Η γυναίκα του είναι γενναίος άνθρωπος. Προχθές τον κηδέψαμε. Θα τα διάβασες. Είδα άγνωστους ανθρώπους να κλαίνε. Και κείνο το τραγούδι έξω από την εκκλησία και ύστερα πάνω από τον τάφο του, ήταν συγκλονιστικό. Βαρύ και θλιμμένο, το τραγουδούσανε σαν παράπονο άνθρωποι πατημένοι, απελπισμένοι. Πάνω στην άμμο την ξανθή... Του σήκωσα το φέρετρο και στο χέρι μου μπήκανε δυο αγκίδες, τις αισθάνομαι σαν παράσημα. Περπατούσα πλάι στη νεκροφόρα ώς το νεκροταφείο, και σε μια στιγμή ένα παλικάρι πετάχτηκε μπροστά μου μέσα από τον κόσμο και του χτύπησε το τζάμι για να τον χαιρετήσει. Στην εκκλησία ήρθε και ο Ιερώνυμος απρόσκλητος, τον υποδέχτηκαν δυνατά βηξίματα αποδοκιμασίας. Αδιαφόρησε. Χοροστάτησε. Μετά άπλωσε το χέρι του στη χήρα να του το φιλήσει. Εκείνη το αγνόησε και λέει πού είναι ένα τίμιο χέρι να το φιλήσω.

Πιάνει λοιπόν το χέρι του Πυρουνάκη και το φιλάει. Υστερα έσκυψε να προσκυνήσει το φέρετρο. Και κείνη τη στιγμή ακούστηκε μια στεντόρεια φωνή. Αθάνατος. Ολοι στην εκκλησία αρχίσανε να χειροκροτάνε. Η Κα Μαρώ για μια στιγμή ξαφνιάστηκε. Κι αμέσως σηκώθηκε και κοίταξε τον κόσμο. Τα χειροκροτήματα δυναμώσαν, απλώθηκαν και έξω από την εκκλησία στους χιλιάδες που συνωστίζονταν στο σοκάκι της Κυδαθηναίων. Τότε στο πρόσωπό της αποτυπώθηκε το αίσθημα της δικαίωσης. Ητανε μια στιγμή αθανασίας. Στεκόμουνα ακριβώς απέναντί της. Δεν θα την ξεχάσω αυτή την έκφραση», (Αθήνα, 24 Σεπτ. 1971, αρχείο Αλέξανδρου Κοτζιά). Η πραγματική στιγμή της δικαίωσης του Σεφέρη, προφανώς αβίωτη από τον ίδιο, ήταν η στιγμή της πάνδημης κηδείας του.

Χειρόγραφο της πρώτης μορφής του ποιήματος «Η απόφαση της λησμονιάς» (με άλλο τίτλο) που εντάχθηκε στη συλλογή «Ημερολόγιο Καταστρώματος».

Ηταν ένα σύμβολο του σύγχρονου ελληνισμού

Υπάρχουν αρκετοί, ακόμα και σήμερα (μάλιστα στα τελευταία χρόνια αυτοί πύκνωσαν), που καταλογίζουν στον Σεφέρη ότι ήταν απολιτικός, κρυπτικός στα «πολιτικά» ποιήματά του και ιδιοτελώς προστατευμένος από την έκθεση στους κινδύνους του δημόσιου χώρου. Οι περισσότεροι παραβλέπουν τη δήλωσή του, στις 28 Μαρτίου του 1969, εναντίον της δικτατορίας, κείμενο μνημειώδες, που χωρίς να είναι ποιητικό, εμπερικλείει και την πολιτική και την ποιητική σοφία και διορατικότητά του – το κείμενο αυτό προλέγει την τουρκική εισβολή στην Κύπρο το 1974. Ισως γι’ αυτό είχε έναν παραπάνω λόγο να τιμήσει τον Σεφέρη ο ομότεχνός του Κύπριος ποιητής Κώστας Μόντης με το ποίημά του «Αντίσταση», όχι ιδιαίτερα γνωστό ώστε αξίζει να το παραθέσουμε:

«Αγαπητέ κι αείμνηστε Γιώργο Σεφέρη, / κρίμα που δεν ζεις να σου σφίξω συναδελφικά το χέρι. / Τι τόλμη, αλήθεια, εκείνη η διαμαρτυρία / εν μέση δικτατορία! / Ηταν μεγίστη η παρρησία σου / και δικαίως τίμησε τόσος κόσμος την κηδεία σου, / προπαντός οι νέοι. / Τέτοιο θάρρος θα εμπνέει / εμάς τους μεταγενεστέρους / οσάκις επιμέρους / αντίξοος άνεμος θα πνέει / κι όσο τίποτ’ άλλο / θ’ αποτελεί παράδειγμα προς μίμηση μεγάλο. / Λυπάμαι, βέβαια, που τα συγχαρητήριά μου / ήρθαν μεταθανάτια, / όμως μη ρωτάς γιατί τόσο καιρό έκλεινα τα μάτια, / μη ρωτάς γιατί τόσο καιρό να σιγήσω. / Περίμενα κι εγώ να πέσει η Χούντα πριν μιλήσω». (Κώστας Μόντης, «Συμπλήρωμα Β΄», σ. 255).

Τέλος, μία, πολύ πιθανόν ανέκδοτη και αχρονολόγητη, σωζόμενη χειρόγραφη μαρτυρία του πεζογράφου Γιώργου Χειμωνά για τον Σεφέρη και τη δικτατορία, μια μαρτυρία που μας ξαναγυρνά, με τα λόγια και τη συνείδηση ενός επίσης σημαντικού μεταπολεμικού συγγραφέα, στον περίφημο σεφερικό στίχο «Οπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει»: «Ο Σεφέρης, ο ίδιος, δεν ευθύνεται [για τη σχέση που αναπτύξαμε με τον τόπο μας]: αυτό το γκέτο όπου κλειστήκαμε για πολλούς χρόνους, μέσα σε μιαν Ελλάδα που μόνο από τους βαμμένους γαλανόλευκους φράχτες καταλαβαίναμε πως ο τόπος αυτός πρέπει να είναι η Ελλάδα, κι αν ο Σεφέρης δεν είχε λόγο να αισθάνεται ένοχος εμείς αισθανθήκαμε ένοχοι γιατί κατοικήσαμε μιαν Ελλάδα, παρείσακτοι σαν πρόσφυγες – πρόσφυγες από πού; Από παιδείες που μας απαγορεύθηκαν παρόλο που από αυτόν τον τόπο εκπατρίσθηκαν, μαζί με εκείνους που έμαθαν την Ελλάδα όχι ζώντας την, όπως εμείς, αλλά κοιτάζοντάς την εξ αποστάσεως και τότε έβλεπαν μόνον στάχτες» (Αρχείο Γιώργου Χειμωνά).

Ενα ελάχιστο σχόλιο στο κείμενο του Χειμωνά για τον Σεφέρη: και στη σημερινή Ελλάδα πολλά από τα παιδιά της παραμένουν και ζουν ως παρείσακτοι σαν πρόσφυγες στον τόπο τους ή ζουν μακριά από την πατρίδα, βλέποντας σ’ αυτήν στάχτες.

* Ο κ. Ευριπίδης Γαραντούδης είναι καθηγητής Νεοελληνικής Φιλολογίας στο τμήμα Φιλολογίας του ΕΚΠΑ.

** Η κ. Μαρία Ρώτα είναι επίκουρη καθηγήτρια Νεοελληνικής Φιλολογίας στο τμήμα Φιλολογίας του ΕΚΠΑ.

ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΕΥΑΝΘΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ

 ΠΗΓΗ: kathimerini.com.cy

ΣΧΕΤΙΚΑ TAGS

ENTERTAINMENT: Τελευταία Ενημέρωση

1, 2, 3… Zωγράφισε!

1, 2, 3… Zωγράφισε!

Τι θα γινόταν αν αλλάζαμε θέσεις – αν ζητάγαμε από τον θεατή να γίνει καλλιτέχνης;
newsroom must
 |  ENTERTAINMENT
X