ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
ΦΟΡΑΜΕ: Denim jumpsuit και μπαλαρίνες
 

Παρίσι: Μια υπόθεση της καρδιάς

Η συγγραφέας Αμάντα Μιχαλοπούλου επιστρέφει στην Πόλη του Φωτός και ξεναγεί την κόρη της στα μέρη που τη συντάραξαν ως έφηβη και παραμένουν έως σήμερα πηγή έμπνευσης και έρωτας ζωής.

Πρωτοταξίδεψα στο Παρίσι στα 14. Ηταν το πρώτο ταξίδι μου στο εξωτερικό και παρότι ομαδικό –με τους συμμαθητές από το Γαλλικό Ινστιτούτο στοιχισμένους σε σειρές στα μεγάλα πεζοδρόμια των βουλεβάρτων– μου έμεινε αξέχαστο. Είναι αφάνταστα δύσκολο να συνοψίσει κανείς σε λέξεις τη μελοδραματική τονικότητα της συγκίνησης των εφήβων: νιώθαμε ελαφριοί και ταυτόχρονα γεμάτοι, με όλες τις αισθήσεις οξυμμένες, οι ήχοι ακορντεόν μάς κατέκλυζαν στη Μονμάρτρη και στις όχθες του Σηκουάνα, τo Μπομπούρ μάς εντυπωσίαζε περισσότερο και από το Λούβρο, το λιωμένο βούτυρο των κρουασάν μάς γαργαλούσε τα ρουθούνια (δεκαετίες πριν αποκτήσουμε κι εμείς εδώ τον Paul).

Κοριτσίστικη εφηβεία, θα πείτε, ρομαντική προσμονή του έρωτα με τόσα φαλλικά σύμβολα τριγύρω (Πύργος του Αϊφελ, Αψίδα του Θριάμβου κ.ά.). Δεν είναι όμως τόσο απλό. Το Παρίσι επιδρά σε όλες τις ηλικίες και σε όλους τους ψυχισμούς: ρομαντικοί, πραγματιστές, γκουρμέ, νεόπλουτοι, νεόπτωχοι, μουσικόφιλοι, συλλέκτες, όλοι αναζητούν κάποιο φάντασμα σε αυτή την πόλη, ακριβώς όπως ο Γούντι Αλεν στα «Μεσάνυχτα στο Παρίσι».

Με τον άντρα μου γνωριστήκαμε στο Παρίσι και αποφασίσαμε φέτος να επιστρέψουμε μαζί με την κόρη μας, να την ξεναγήσουμε στην πόλη που αποδείχτηκε τόσο σημαντική για τους γονείς της και τελικά την ίδια. Πού θα ήμασταν χωρίς αυτό το σημαδιακό ταξίδι, τον Αύγουστο του 1992; Δεν ήταν τυχαίο ότι μόλις είχε κλείσει κι εκείνη τα 14. Ως γονείς απευθυνόμασταν όχι μόνο σ’ εκείνη, αλλά και στον εφηβικό εαυτό μας: θέλαμε να της γνωρίσουμε την πόλη που μας ενέπνευσε και μας συντάραξε στην ηλικία της (τον Πύργο του Αϊφελ, τον Σηκουάνα, την αριστερή όχθη), αλλά και αργότερα, στη δεκαετία του ’90, όταν την επισκεφτήκαμε ως φοιτητές (τα αγαπημένα μας εστιατόρια, τα μουσεία, τους κήπους του Λουξεμβούργου, όπου περνούσαμε ώρες ατέλειωτες στα παγκάκια με τους γιακάδες των παλτών σηκωμένους).

Γειτονιές και αστική ύπαιθρος 

Μείναμε για δύο εβδομάδες στο 11ο διαμέρισμα, στην οδό Τεμπό, σε σπίτι καλών και γενναιόδωρων φίλων. Αυτός ο δρόμος έχει απαθανατιστεί στο εξαίσιο μυθιστόρημα της Μέλπως Αξιώτη «Ρεπυμπλίκ–Βαστίλλη»: Η Λίζα, η κεντρική ηρωίδα του βιβλίου, μένει στη στάση Ζαν Πιερ Τεμπό, εν μέσω Εμφυλίου, κουβαλώντας μέχρι εδώ μια άδεια βαλίτσα με τα φαντάσματα των αγαπημένων της. Αυτή η σύμπτωση του δρόμου και της γειτονιάς έδωσε από την αρχή μυθιστορηματική στόφα στο ταξίδι μας. Τις πρώτες μέρες τριγυρίζαμε κι εμείς άσκοπα σαν τη Λίζα κατά μήκος του δρόμου μας, που έφτανε ψηλά, έως τις παρυφές της Μπελβίλ: συναντήσαμε αναμνηστικές πλάκες με πληροφορίες για τα εργατικά συνδικάτα που άνθησαν στην περιοχή, εξωτικά εστιατόρια, καφενεία και μπιστρό. Μέχρι κι ένα συνεργείο αυτοκινήτων με έναν περήφανο κόκορα που μεταμόρφωνε αυτή την τόσο αστική γειτονιά σε παρωδία υπαίθρου.

Σε αυτή την αίσθηση υπαίθριας ζωής συνέτεινε και το Κανάλι Saint Martin: στις όχθες του συναντήσαμε φοιτητές με μπίρες στο χέρι, ηλικιωμένα ζευγάρια αγκαζέ, τουρίστες με τους χάρτες τους. Περάσαμε μπροστά από βιβλιοπωλεία, στοκατζίδικα ρούχων, καφέ με σνακ φερμένα από την Ιταλία ή την Καμπότζη. Συναντήσαμε κι ένα κοριτσίστικο κινηματογραφικό «φάντασμα»: η Αμελί της ομώνυμης ταινίας πετούσε πέτρες στο νερό από αυτό ακριβώς το κανάλι.

Στη Βαστίλη, μία ακόμη φαντασμαγορική αστική ύπαιθρος: η Voie Plantée είναι η ευρωπαϊκή απάντηση στη νεοϋορκέζικη Highline. Μια υπερυψωμένη παλιά σιδηροδρομική γραμμή που αχρηστεύτηκε το ’69 κι έγινε αστικός περίπατος. Διασχίζει κατά μήκος το 12ο διαμέρισμα, καλύπτοντας απόσταση 4,5 χιλιομέτρων. Θάμνοι, δέντρα και πέργκολες α λα γαλλικά διατρέχουν όλη τη διαδρομή.

Γρήγορα ανακαλύψαμε και το λεωφορείο 96, που οδηγεί στην καρδιά του Μαρέ. Αυτή η ιστορική γειτονιά της δεξιάς όχθης έχει αμερικανοποιηθεί τα τελευταία χρόνια, οι μπουτίκ ανοίγουν η μία μετά την άλλη, αλλά σε τόσο φορτισμένα μέρη εξαρτάται πάντα πού κοιτάς και τι βλέπεις: η Place des Vosges, για παράδειγμα, αποτελεί μια απόδειξη αστικής δημοκρατίας, τη σφραγίδα του «liberté, egalité, fraternité» (ελευθερία, ισότητα, αδελφοσύνη). Μικροί, μεγάλοι, μωρά στα καρότσια τους, γριούλες που μιλάνε μόνες τους σέρνοντας ένα καρότσι, Κινέζοι με selfie sticks, Αμερικανίδες που κάνουν διαλογισμό, Παριζιάνοι με τις μπαγκέτες τους παραμάσχαλα, όλοι χωράνε σε αυτό το μικρό τετράγωνο γης. Είναι η παλαιότερη πλατεία της πόλης που χτίστηκε με αρχιτεκτονικό σχέδιο και βασιλικό διάταγμα, και περιστοιχίζεται από ολόιδια οικήματα με το χαρακτηριστικό παριζιάνικο κόκκινο τούβλο.

Πολύ κοντά, το Μουσείο Πικάσο με μία από τις ωραιότερες κρυφές αυλές στην πόλη. Aκριβώς απέναντι, μια μπρασερί που τη θυμόμασταν από τα φοιτητικά μας χρόνια: το Café des Musées με αργό, γαλλικό σέρβις και δυο-τρία πιάτα ημέρας (βασισμένα στο αρνί και το μοσχάρι, περίφημα πάντα). Κοντά και η Tartine, που είναι ό,τι ακριβώς λέει το όνομά της: ένα μέρος για να ξεδιψάσεις με τίμιο γαλλικό κρασί μασουλώντας «ταρτίν» (ψωμί με φουαγκρά ή τυρί). Το θυμόμασταν πολύ λαϊκό, με βρώμικο μωσαϊκό και μια σκούπα να σαρώνει αργά το βράδυ πακέτα τσιγάρων και σκουπίδια. «Θυμάστε και τον γέρο μας;» ρώτησε το γκαρσόνι όταν του πιάσαμε κουβέντα. «Πάει αυτός, πέθανε». Το είπε εύθυμα, όχι μοιρολατρικά, θυμίζοντάς μας τι είναι η παριζιάνικη ζωή: μια ωδή στο παρόν. Φάε καλά, γλέντησε και ερωτεύσου όσο προλαβαίνεις. Γι’ αυτό, ακόμη και η επίσκεψη στο Père Lachaise, το κοιμητήριο με τους τάφους του Προυστ, του Οσκαρ Ουάιλντ, του Σοπέν αλλά και του Τζιμ Μόρισον, δεν είχε το μελαγχολικό «memento mori» των περισσότερων νεκροταφείων. Ηταν μια περιδιάβαση στην ιστορία, ένα μουσείο μπαρόκ αρχιτεκτονικής κάτω από αλέες και πλατύφυλλα δέντρα.

Από τον Μονέ στον Σαίξπηρ

Μια μέρα χωριστήκαμε, όπως σε όλα τα ταξίδια μας. Ο άντρας μου πήγε να δει τo τετράωρο ντοκιμαντέρ του Ζαν Λικ Γκοντάρ «Histoire(s) du cinema» σε κάποιο απίθανο μέρος στην Eτουάλ. Εμείς οι γυναίκες πήγαμε στην Ορανζερί να δούμε τα Νούφαρα του Μονέ, λίγο πριν ταξιδέψουμε στην πραγματική λίμνη με τα νούφαρα, στο σπίτι του Μονέ, στο Ζιβερνί. Ενδιαφέρουσα διαδρομή από το ίδιο το έργο τέχνης στο τοπίο που το ενέπνευσε: τη συνιστώ ανεπιφύλακτα, ιδιαίτερα σε οικογένειες με καλλιτεχνικές ανησυχίες. Η Oρανζερί συνδυάζεται ιδανικά με το πάρκο των Tuileries, με τον μεγάλο τροχό του λούνα παρκ και το μαλλί της γριάς, τα παγκάκια, τις πάπιες, τις αυτοσχέδιες συναυλίες.

Το Λούβρο το είδαμε επιλεκτικά, μέσα σε τέσσερις ώρες (από τη Σφαγή της Χίου του Ντελακρουά, την Οδαλίσκη του Ενγκρ και τη Μόνα Λίζα του Da Vinci έως τη Νίκη της Σαμοθράκης και την Αφροδίτη της Μήλου). Στο Μουσείο Oρσέ περάσαμε ένα βροχερό μεσημέρι ξανακοιτάζοντας το Πρόγευμα στη Χλόη του Μανέ, την αίθουσα με τα έργα ασύλληπτης ομορφιάς του Βαν Γκογκ, τις Ταϊτινές του Γκογκέν, το Μάθημα Μπαλέτου του Ντεγκά.

Στο Μπομπούρ περάσαμε μία ολόκληρη μέρα, αν υπολογίσουμε τη μόνιμη συλλογή (από Ματίς και Τζιακομέτι έως Ντιμπιφέ), τη στάση για φαγητό στο εστιατόριο Le Georges στον τελευταίο όροφο του μουσείου και την επίσκεψη στο εργαστήριο του Μπρανκούζι, μια μικρή, θαυματουργή αναπαράσταση του ατελιέ του γλύπτη στις Αλ. Η αποκάλυψη του ταξιδιού ήταν η μόνιμη συλλογή του Musée de l’Art Moderne de Paris. Βλέπεις από Σουτίν και Ντε Κίρικο έως Αρμάν και Τινγκελί. Ενα παραγνωρισμένο διαμάντι που δεν αναφέρεται τόσο συχνά στους οδηγούς.

Την κόρη μας όμως κέρδισε και το Shakespeare and Co., το περίφημο αγγλόφωνο βιβλιοπωλείο του Παρισιού που έγινε πρότυπο για δεκάδες βιβλιοπωλεία σε όλο τον κόσμο, εξίσου σκοτεινά και δαιδαλώδη. Η ιδιαιτερότητα εδώ, το σήμα κατατεθέν, είναι τα ιδιόχειρα σημειώματα συγγραφέων που έζησαν εβδομάδες ή μήνες στα κρεβάτια-καναπέδες του δεύτερου ορόφου. Kαι ποιος δεν πέρασε από εδώ: ο Γκίνσμπεργκ, η Αναΐς Νιν, ο Λόρενς Ντάρελ, ο Σάρογιαν, ο Μπέρτολντ Μπρεχτ.

Πίτερ Σέλερς, μπιστρό και αρ ντεκό

Στην ηλικία που τα κορίτσια, ανεξαρτήτως ενδιαφερόντων, ψάχνουν σε όλα τα μέρη του κόσμου υποκαταστήματα του Forever 21 (υπάρχουν στο Παρίσι), παγωτά (τα καλύτερα στους κήπους των Βερσαλλιών και του Λουξεμβούργου σε παλιομοδίτικα καροτσάκια, μόνο με φρούτα, χωρίς ζάχαρη), μακαρόν (πρωταθλητές το Dalloyau και ο Jean Paul Hevin), το Παρίσι επιτυγχάνει μια αλλαγή στο βλέμμα και το γούστο.

Η κόρη μας δεν είπε όχι σε μια κυριακάτικη μεσημεριανή προβολή του «Πάρτι» του Πίτερ Σέλερς στον κινηματογράφο Le Brady, στον οποίο πήγαινε και ο Τριφό. Εντυπωσιάστηκε, επίσης, από τα σαλιγκάρια με τρούφα στο φαντασμαγορικό Escargot Montorgueil, στις Αλ, και από το μοναδικό στο είδος του L’Αvant Comptoir, στο Oντεόν, όπου τα στρείδια καταφθάνουν σε δωδεκάδες. Στο Αvant Comptoir τρως όρθιος στον πάγκο και αυτό εντείνει τη γευστική εμπειρία – δεν χαζεύεις, δεν καθυστερείς, δεν έχεις θέα έξω στον δρόμο: συγκεντρώνεσαι στα στρείδια!

Είναι δύσκολο να φάει κανείς άσχημα στο Παρίσι, ειδικά αν πάει καλά προετοιμασμένος. Ενδείκνυται ένας συνδυασμός κλασικών μπιστρό, όπως η Coupole και ο Procope, και νέων διευθύνσεων ώστε να απολαύσει κλασικά πιάτα αλλά και να κάνει πειραματισμούς. Η δική μας ανακάλυψη ήταν το εξαίσιο Cantine de l’Embuscade, ένα μπιστρό της γειτονιάς. 

Αν κυκλοφορείτε στο 11ο διαμέρισμα, μην το χάσετε. Πιο παλιομοδίτικο και εξωτικό, το Jakarta-Bali, ένα παλιό ινδονησιακό εστιατόριο. Η Coupole παραμένει γοητευτική και αριστοκρατική, με τα κομψά της γκαρσόνια να περιφέρονται ανάμεσα στα τραπέζια σαν αρχάγγελοι.

Οσο για τα λογοτεχνικά καφενεία, είναι παράδοση στο Παρίσι. Υπάρχει ένας ευγενής πόλεμος ανάμεσα στο Café de Flore και το Deux Magots, και συνήθως διαλέγεις πλευρά. Εμείς πηγαίνουμε στο Flore για πρωινό και για τον ιδιαίτερο τρόπο που ο ήλιος χτυπάει μερικά τραπέζια λίγο πριν δύσει. Αλλά όσοι έχουν την τύχη να φιλοξενηθούν στο Παρίσι πρέπει οπωσδήποτε να οργανώσουν ένα γαλλικό δείπνο με τυριά (δοκιμάστε Pont L’Eveque, τα μικρά κατσικίσια Saint Μarcellin, Coeur de Neufchatel κι ένα καλό καμαμπέρ). Το δείπνο στο σπίτι δίνει μια αίσθηση εντοπιότητας, καθαρίζει το μυαλό από τον τουριστικό συρφετό της μέρας.

Κάτι ακόμα παροιμιωδώς γαλλικό είναι οι Μarches aux Puces, τα παλαιοπωλεία και οι αγορές της Κλινιανκούρ, για σοβαρές αγορές πολυελαίων και τραπεζιών, αλλά και για ταπεινά σουβενίρ. Οσο πιο βαθιά προχωράς, τόσο τα λουδοβίκεια σαλόνια αντικαθίστανται από ’60s θησαυρούς. Και στη συνέχεια παραχωρούν και αυτά τη θέση τους σε μια τεράστια λαϊκή αγορά με παντελόνια παραλλαγής και αφίσες αρ ντεκό.

Πέρα από τις γενικές οδηγίες, στο Παρίσι βρίσκει κανείς ό,τι ακριβώς ψάχνει. Ακόμη και σήμερα οι Αμερικανοί ακολουθούν τα ίχνη του Φιτζέραλντ, του Χέμινγουεϊ και της Γερτρούδης Στάιν, οι Ευρωπαίοι αναζητούν την κληρονομιά τους, οι Κινέζοι το τελευταίο μοντέλο της Louis Vuitton. Οι μοναχικοί ψάχνουν το ταίρι τους, τα ζευγάρια ανανεώνουν όρκους πίστης (τα λουκέτα των ερωτευμένων ξηλώθηκαν πρόσφατα από το Pont des Arts, επειδή η γέφυρα αντιμετώπιζε πρόβλημα στατικότητας από τους 45 τόνους λουκέτων που είχαν τοποθετήσει στα κάγκελα οι απανταχού ερωτευμένοι). Πράγματι στο Παρίσι η ανθρώπινη καρδιά ζυγίζει περισσότερο από οπουδήποτε αλλού: είναι γεμάτη από παλλόμενη προσδοκία όχι μόνο για τον έρωτα, αλλά και για την ερωτική υπερδιέγερση που αγκαλιάζει κάθε δραστηριότητα, ακόμη και το άλειμμα του φουαγκρά πάνω στη γαλλική μπαγκέτα. 

Γι’ αυτό, αφού διαβάσετε συμβουλές για εστιατόρια, μουσεία, γραφικούς περιπάτους, δοκιμάστε να τα ξεχάσετε. Το στοίχημα είναι να ανακαλύψειε τη δική σας πόλη. Το Παρίσι είναι εσωτερικό τοπίο και –πάνω απ’ όλα– υπόθεση της καρδιάς.

 

Διαβάστε περισσότερα εδώ.

TRAVEL: Τελευταία Ενημέρωση

X